(GR)
ΑΥΓΗ
26 Ιανουαρίου 1986
Παρασκευή Κατημερτζή
Τρεις καλλιτέχνες σε «τροχιές παράλληλες»
Κοσμική και με παγκόσμια ακτινοβολία είναι η καλλιτεχνική δημιουργία του γλύπτη Τάκη. Του ζωγράφου Μίνου Αργυράκη εγκόσμια, με άξονες τον ερωτισμό και το σκώμμα. Του γλύπτη Ραϋμόνδου απόκοσμη, αφού τον οδήγησε έξω απ’ την πόλη, κοντά στο χώμα, όπου συνηθίζει να θάβει τους αγγέλους του.
Τρεις διαφορετικές εκφάνσεις ζωής και σταδιοδρομίας, αντίληψης, τριών αυτοδίδακτων καλλιτεχνών, φιλοδοξεί να μας παρουσιάσει ένα τέταρτο πρόσωπο, η τεχνοκριτικός Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν στην έκθεση που διανύει ήδη την δεύτερη εβδομάδα λειτουργίας της, με τον τίτλο «Σε τροχιές παράλληλες¨. Πώς ήταν όμως οι τρεις φίλοι στην αφετηρία και πριν την εκτόξευση; Τους είδαμε τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την εποχή της ουσιαστικής συνάντησής του στην αίθουσα τέχνης ¨Μέδουσα», τις τελευταίες ώρες της προετοιμασίας των εγκαινίων της έκθεσης.
Ο Τάκης «κοσμικός» στυλάτος και απολογητικός συνάμα, να συζητά για τα συναρπαστικά, καλλιτεχνικά του σχέδια. Ο Μίνως να πηγαινοέρχεται κάνοντας τις συστάσεις αλλά φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην απομακρυνθεί πολύ από το δίσκο με τα ποτά. Κι ο Ραϋμόνδος, να αναζητά ευκαιρία να ξεφύγει, γιατί τα χέρια του τον καλούσαν εκεί που κάποιο καλώδιο ήθελε τράβηγμα, κάποιο έργο του Τάκη χρειαζόταν να μετακινηθεί για να επέμβει ο ηλεκτρολόγος. Σκόπιμα ζητήσαμε α’ τον καθένα χωριστά, να μας πει τη γνώμη του για τη σχέση της φιλίας στην τέχνη. «Η φιλία δεν έχει καμιά σημασία» απαντά ο Τάκης. «Σημασία έχει όταν οι σχέσεις βασίζονται στα ίδια πιστεύω. Με τον Μίνω και τον Ραϋμόνδο, η τύχη τάφερε νάχουμε τα ίδια πιστεύω κι αυτή η τύχη αποκαλύπτεται τριάντα πέντε χρόνια μετά, όταν τα πιστεύω είναι πια σταθερά δοκιμασμένα».
«Μας ένωσε η ανάγκη» είναι η άποψη του Μίνου Αργυράκη πάνω στο ίδιο ερώτημα. Εγώ ήμουνα κατατρεγμένος, καταπιεσμένος, είχα πέσει σ’ απογοήτευση, όταν γνώρισα τον Τάκη. Αφορμή στάθηκε ένα σχέδιο που τούδειξα και μου το είχε απορρίψει τότε ο Μελάς που έβγαζε την Εστία.
«Ήταν ένα μουστακαλής εργατικός τύπος λίγο άγριος» δανειζόμαστε την περιγραφή του Τάκη εδώ «που μοιάζει με τον Ραϋμόνδο όπως είναι τώρα. Επειδή είπα του Αργυράκη ότι το σχέδιο είναι καταπληκτικό και ότι μου θυμίζει τον λαό, τους εργάτες, αυτός ενθουσιάστηκε και κάναμε φιλία. «Πρώτα η φιλία» είναι η άποψη του Ραϋμόνδου. Στο επάγγελμα, αυτό σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε την τέχνη μαζί, ότι ο ένας βοηθάει τον άλλο. Φιλία και τέχνη πάνε μαζί, είναι δίδυμες. Ο ένας χαίρεται με τον άλλο, που κάνει ένα ωραίο πράγμα. Δεν υπήρχαν αντιζηλίες, δεν υπήρχε εγωισμός.
«Με τον Ραϋμόνδο, είχαμε μια παιδική φιλία» συνεχίζει ο Τάκης. Όταν ο Μίνως μου είπε ότι τον έχουν πετάξει έξω, έλα του είπα, έχω ένα υπόγειο να εργαστούμε μαζί. Τυπικά χωρίσαμε τους χώρους. Το υπόγειο βρισκόταν είκοσι σκαλιά κάτω από τη γη. «Ο Αργυράκης είχε απορριφθεί στην ΑΣΚΤ εγώ δεν πίστευα στις σχολές, ο Ραϋμόνδος ήταν χτίστης και μπετατζής. (μιλάει ο Τάκης).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι και οι τρεις μας πιστεύαμε στα ίδια πράγματα. Ο Ραϋμόνδος βλέπει τα ουράνια σώματα σαν να ενεργούν μ’ ένα τρόπο Ομηρικό, Ησιόδειο. Τα σώματα γεννιούνται και πεθαίνουν ζωντανά. Τα βλέπει σαν ανθρώπινα όντα. Ο Αργυράκης μπαίνει με την Ιωνία. Από μια μεριά είναι πιο ελαφρύς αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο έχει το σαράκι του Αριστοφάνη. Εγώ πάλι είχα μια φανατική στάση. Πίστευα ότι υπάρχουν άγραφοι νόμοι και κάπου πρέπει να τους σεβόμαστε. Αυτούς του νόμους τους έμαθα στη φυλακή».
Ποιοi είναι αυτοί οι νόμοι;
«Ότι δεν παίζουμε με τη ζωή. Ότι πρέπει να την ελευθερώσουμε. Υπήρχε όμως μέσα μου και μια αυστηρότητα. Σκότωσαν τον προπάππο μου γιατί δεν μοίρασε τα λάφυρα στην απελευθέρωση της Τρίπολης. Αισθανόμουν επαναστάτης. Δεν καταδέχομαι να υποκύψω».
Κι ο Ραϋμόνδος: «Έφτιαχνα πάντα τη δικιά μου ιδέα: Αγγέλους και σώματα με την πίστη ότι ο άνθρωπος πρέπει να φεύγει προς τα πάνω. Βλέπαμε ότι άρχιζε μια άλλη εποχή, ότι πρέπει ν’ αλλάξει η μιζέρια, το σύστημα.Ο κόσμος προχωρούσε. Η σκέψη μου ήταν προς το διάστημα».
Γιατί προτιμήσατε τους αγγέλους;
«Επειδή ο άγγελος έχει τα φτερά και μπορεί να πετάξει όπως η ποίηση, όπως ένα αεροπλάνο.
Όταν έφυγε ο Τάκης για το Παρίσι, συνεχίζει ο Ραϋμόνδος, έπρεπε να αδειάσει το εργαστήρι. Άρπαξα και εγώ ένα φορτηγό, πήγα στα λατομεία, σ’ ένα δάσος κοντά στον Κοκιναρά. Εκεί άδειασα τα μεγάλα έργα μέσα στο δάσος, Μετά στην κορφή έθαψα τα άλλα. Τα αφιέρωσα εκεί. Τώρα είναι στρατιωτική περιοχή. Ας μένουν στην αιωνιότητα.
Τα ερωτικά συμπλέγματα κύριε Αργυράκη που παρουσιάζονται εδώ, πώς έγιναν;
«Το 1969, στο Καρμπονέρας, στην Ισπανία, υπό την επίδραση του Τάκη, Ήθελα να εκφράσω κάτι ουσιαστικό. Τώρα δεν τα συνεχίζω. Ήταν σαν ένα ηφαιστειακό ξέσπασμα μιας εποχής». Εκφράζουν τη διάθεση να ξεφύγει ο άνθρωπος από κάθε τι το γήινο. Υπάρχει και κάποια αγωνία για τους πυρηνικούς πολέμους, όπως και η έντονη διάθεση να πάμε σ’ άλλους πλανήτες. Επειδή είμαι ρομαντικός, μπαίνοντας σ’ ένα άλλο κόσμο, σε μια άλλη χώρα βλέποντας ότι δεν μ’ έλεγχε κανείς, μπόρεσα να εκφραστώ έτσι».
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
20 Φεβρουαρίου 1986
Σοφία Καζάζη
Σε ομαδική έκθεση στην Αθήνα
Τάκης, Ραυμόνδος, Μίνως Αργυράκης
Προσκλητήριο σε διαπλανητικό ταξίδι από ένα γλυπτικό και ζωγραφικό περιβάλλον.
Ένα γλυπτικό και ζωγραφικό περιβάλλον με μουσική δράση πάλλει στην καρδιά της Αθήνας. Αυτή τη στιγμή και θα συνεχιστεί ως το τέλος του Φλεβάρη. Συμβαίνει στην γκαλερί «Μέδουσα» που έχει μετατραπεί – με την αρχιτεκτονική διευθέτηση του εσωτερικού της χώρου – σ’ ένα πραγματικό ιερό της τέχνης.
Τρεις πολύ γνωστοί καλλιτέχνες συμμετέχουν και συμπράττουν σ’ ένα απροσδόκητο εικαστικό γεγονός. Πρόκειται για τους γλύπτες Τάκη και Ραυμόνδο και το ζωγράφο Μίνω Αργυράκη. Αν και ο καθένας προέρχεται από διαφορετική τροχιά, ωστόσο εδώ σμίγουν ευφάνταστα και ομαλά. Ενώ τα κόκκινα σινιάλα του Τάκη, ανοιγοκλείνοντας το μάτι, καταφάσκουν συνωμοτικά.
Το σημείωμα αυτό θέλει να διατηρήσει την πρώτη ζωηρή έκπληξη, στην ήσυχη εκείνη ώρα του πρωινού, καθώς τα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ ένα μισοσκότεινο «σπήλαιο» που καθήλωνε το βλέμμα προς το βάθος, όχι για να παρακολουθήσει τις σκιές των ειδώλων του Πλάτωνα, αλλά τα φωτεινά σήματα του Τάκη στο αέναο παιχνίδι τους.
Στη παγίδα του μισοσκόταδου ο χρόνος υποχωρεί, καταλύεται για να εισβάλει η εσωτερική εκείνη ροή, που αποκαθιστά την επαφή με τη γνήσια τέχνη. Έτσι θα αποκαλυφθεί σιγά – σιγά και η σημασία του υπόλοιπου περιβάλλοντος χώρου με τα σημαινόμενά του. Οι κρεμασμένοι λ.χ. ξυλόγλυπτοι άγγελοι του Ραυμόνδου μας πηγαίνουν κατευθείαν σε κείνους τους τυφλούς χαμηλούς τόπους της πρωτοχριστιανικής λατρείας, όπου η φλόγα της νέας ανατρεπτικής πίστης περνούσε με πάθος και ευλάβεια στην πέτρα και στο σκαλισμένο ξύλο. Αν και οι πρωτόγονοι άγγελοι του Ραυμόνδου δεν δηλώνουν παρωχημένη ιδεολογία, ωστόσο υποβάλλουν με την αρχαϊκή τους φόρμα μια διαρκή ελπίδα για συλλογικό λυτρωτικό πέταγμα. Ακόμη και εκείνοι, οι πυκνοσχεδιασμένοι άγγελοι – πάνω στις κολλημένες στον τοίχο εφημερίδες – εντείνουν και αντιπαραθέτουν με έμαση τη διαχρονική, θεματική επιβίωσή τους, στην εφήμερη αισθησιακή σύμπραξη των ερωτικών συμπλεγμάτων του Αργυράκη.
Μετά θα ΄ ρθει το φως με την ενέργειά του μέσα σε άλλη αίθουσα. Ολόγυρα οι λιτές γλυπτικές συνθέσεις του Τάκη: τα εκκρεμή με τις μαγνητικές βελόνες να πάλλουν και να δονούν την ατμόσφαιρα, εκκλήσεις που μεταγγίζουν δέος από άλλο πλανήτη. Ενώ η πυκνή στοίχιση των πυξίδων με τις κινούμενες ακίδες και τα αλληλοδιάδοχα φωτεινά σήματα, συμβάλλουν και προτρέπουν με τα μηνύματά τους προς τα διαπλανητικό ταξίδι. Σ΄ ένα ταξίδι, όπου εσύ η ανθρώπινη μονάδα, έχεις χάσει τη γήινη υπόστασή σου, καθώς σε παρασύρει το έργο του Τάκη, μέσα στη διαλεκτική του συμπαντικού χώρου. Η απογείωση αυτή σε φορτίζει με την πολύτιμη αίσθηση, ότι γίνεσαι το μόριο που πάει να συναντηθεί και ενωθεί με το «εν ενεργεία» όλο. Ο χαμένος παράδεισος ξανακερδίζεται, η εξωγήινη επικοινωνία με την ηδονική της απόλαυση αποκαθιστάται, για πόσο όμως χρόνο; Για τόσο όσο το ζωογόνο πνεύμα, που σ’ έχει μεταγγίσει, ο μεγάλος γλύπτης, συνεχίζει να σε εξουσιάζει. Ενώ οι άγγελοι του Ραυμόνδου, κάτω στο πάτωμα, προσπαθούν με πείσμα ν’ απαλλαγούν από το βάρος της ύλης τους, για ν’ αποκτήσουν φτερά και να πετάξουν,.
«Έτσι συνδέθηκε η ζωή μας μέχρι σήμερα» (και ο κύκλος κλείνει με τον Τάκη. Δεν υπάρχει ανώτερος ή κατώτερος. Τότε σκουπίζαμε το δωμάτιο ο καθένας με τη σειρά. Ο Αργυράκης έδινε τη χαρά και το χιούμορ που έλειπε από το δικό μου κλίμα. Βέβαια, καταλαβαίνετε ότι ο τόπος δεν σήκωνε, το πνεύμα, τον σαρκασμό, το χιούμορ. Διωχθήκαμε βίαια.
Αργότερα, σκεφθήκαμε να συναντηθούμε. Πρώτα στο Λονδίνο με τον Μίνω, συνεχίσαμε τις ιδέες μας. Έπειτα ήρθε στο Παρίσι ο Ραϋμόνδος. Συνεχίσαμε να πολεμάμε. Εγώ προσπαθώντας να κάνω τον πρώτο άνθρωπο στο διάστημα, ο Ραϋμόνδος με τους αγγέλους – αχθοφόρους τους.
Δεν είναι άστοχο, σκεφτόμουνα, μετά κάποια δοκιμασία, όπως η Ελ Ντάμπα να βάζεις τα πράγματα ανοιχτά. Η ομορφιά της ζωής πρέπει να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να νικήσει τις συνθήκες ου δημιούργησε ο ίδιος, πρέπει να ξεπεράσει το σημείο της καταπίεσης. Αντί να βάζει ατομικές βόμβες, αντί να θάβει το χρήμα στη γη, πρέπει να δώσει μια ποίηση και μια χαρά στον άνθρωπο. Αυτό το ένα πράγμα, έσωσε τη φιλία μας όλα αυτά τα χρόνια.