(GR) ΕΙΚΟΝΕΣ
22 Φεβρουαρίου 1989
Μαρία Κοτζαμάνη
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ
Η «Μέδουσα» γιορτάζει φέτος τα δεκάχρονά της και η Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών οργανώνει ειδικό αφιέρωμα στους βασικούς συνεργάτες της γκαλερί.
Έκλεισε ήδη μια δεκαετία από τότε που η Μαρία Δημητριάδη, μια νέα κοπέλα χωρίς ιδιαίτερη επαγγελματική εμπειρία στον τομέα της Τέχνης, αλλά μ’ έναν πηγαίο «ερασιτεχνικό» ενθουσιασμό (με τη σωστή έννοια) και ένα γνήσιο καλλιτεχνικό αισθητήριο, ίδρυσε την γκαλερί «Μέδουσα».
Και φυσικά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι η μικρή γκαλερί με το αβέβαιο αρχικό ξεκίνημα εντεύθεν της Πινακοθήκης, θα κατόρθωνε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά επιχειρώντας με τόλμη ένα μεγάλο επαγγελματικό διασκελισμό, να αποκτήσει σιγά-σιγά ένα χαρακτήρα σοβαρού προσανατολισμού όπως αυτόν που με συνέπεια καθόρισε στη συνέχεια τη λειτουργία της, στους άνετους χώρους της οδού Ξενοκράτους.
«Πολιτική της γκαλερί, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω μια τόσο βαρύγδουπη λέξη, αναφέρει η ίδια, ήταν να συνδυάσω δουλειές νέων ανθρώπων, παιδιών που ανήκουν στη γενιά μου, καθώς και καταξιωμένων καλλιτεχνών που θα έδιναν με το κύρος τους μεγαλύτερη εγκυρότητα στις αναζητήσεις μου. Έτσι μέσα από αυτή την αντιπαράθεση επιχείρησα όλα αυτά τα χρόνια να ερευνήσω το στίγμα και τη φυσιογνωμία της δεκαετίας του ‘’80, ακολουθώντας ένα πνεύμα πειραματικό, νεανικό, ερευνητικό, που θα συμπεριελάμβανε όλες τις εκφραστικές δυνατότητες της μεταμοντέρνας κουλτούρας».
Αντί άλλων εκτιμήσεων, η έκθεση με έργα των βασικών συνεργατών της γκαλερί ου παρουσιάζεται αυτή την εποχή στην Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών να υποστηρίζει και να τιμά αυτές τις δραστηριότητες αποκαθιστώντας ένα διάλογο καλής θελήσεως με τον ιδιωτικό φορέα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
26 Φεβρουαρίου 1989
Ντόρα Ηλιοπούλου – Ρογκάν
17+1 στη Δημοτική Πινακοθήκη
Άριστη σε επίπεδο όσον αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και τον τρόπο της παρουσίασης είναι η έκθεση “17+1” που οργανώθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη με την ευκαιρία των δέκα χρόνων λειτουργίας της γκαλερί «Μέδουσα». Πρόκειται για μια εκδήλωση στην οποία παρουσιάζεται το έργο των συνεργατών της γκαλερί, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές επιμέρους γενιές αλλά που όλοι τους – δίχως καμιά εξαίρεση – διακρίνονται για την έντονη προσωπικότητά τους.
Πέρα από τον διεθνούς φήμης Τάκη που δεν χρειάζεται, βέβαια, καμιά παρουσίαση εδώ, πέρα από το έργο του Μάριου Πράσινου που έχαιρε μιας ιδιαίτερης εκτίμησης στη Γαλλία και πέρα από τα γλυπτά, τα χαρακτικά και τις ταπισερί του εγκατεστημένου εδώ και πολλά χρόνια στο Παρίσι, Κώστα Κουλεντιανού, ο οποίος διαπρέπει στη γαλλική πρωτεύουσα, το κοινό έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τη δουλειά των νεώτερων καλλιτεχνών που είτε βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους είτε μόλις και έχουν γνωρίσει την ωριμότητα. Υπάρχουν ακόμη και εκείνοι οι δημιουργοί που είναι γνωστοί για τη συνέπεια την οποία δείχνουν – από την αρχή της σταδιοδρομίας τους – στον προσωπικό του όραμα ο καθένας. Πρόκειται για τον Χ.. Στήβενσον από τις ΗΠΑ που έχει επανειλημμένα εκθέσει στην Ελλάδα και για τη Μαρία Σπέντζα που έχει εκφρασθεί με διαφορετικά μέσα και τρόπους, αλλά πάντοτε με μια μεγάλη συνέπεια.
Τα ίδια ισχύουν και για την Ειρήνη Απέργη, που παρουσιάζει στην τωρινή έκθεση την τελευταία της δουλειά. Από τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρουσίες, ο Γ. Ρόρρης, ο Β. Κυπραίος, ο Γ. Λαζόγκας, η Α. Στασινοπούλου, η Μ. Στραπατσάκη, ο Γ. Τζερμιάς και ο Χρ. Τζίβελος, αποκαλύπτουν ένα εξαιρετικά ώριμο και ενδιαφέρον καλλιτεχνικό δυναμικό.
Αντιπροσωπεύοντας διαφορετικές προσωπικότητες, τάσεις, επιδιώξεις, γραφές και οράματα, έχουν ως κοινό αναμεταξύ τους σημείο την ποιότητα της δουλειάς και τη βαθιά πίστη στον τρόπο που έχουν διαλέξει να εκφρασθούν. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι εκείνο που επαληθεύει τη γνησιότητα της εικαστικής τους γραφής.
Καλύπτοντας όλο το φάσμα από την παραστατική τέχνη, τον νεο-ρεαλισμό, την εξπρεσιονιστική γραφή, τις κατασκευές και το περιβάλλον, την εννοιολογική – σημειολογική τέχνη έως τις τελείως πρόσφατες τάσεις, η δουλειά των συνεργατών της γκαλερί και κατά συνέπεια η έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη προσφέρουν στον θεατή μια ενδιαφέρουσα δειγματοληπτική «γεύση» από τον χώρο της διεθνούς σύγχρονης τέχνης.
ΤΑ ΝΕΑ
13 Φεβρουαρίου 1989
Χάρης Καμπουρίδης
Όψεις μιας «Μέδουσας»
Ας διευκρινίσουμε από σήμερα το εξεταστικό αντικείμενο αυτής της στήλης. Ας μην περιοριζόμαστε δηλ. Στις εικαστικές μορφές και τον ατομικό μηχανισμό παραγωγής τους, στον ίδιο τον καλλιτέχνη, κι ας επεκτεινόμαστε καις τους συγγενείς του μηχανισμούς, αυτούς που καθορίζουν τη δημοσιοποίηση και την κοινωνική αποδοχή του έργου του. Ο λόγος λοιπόν για τις γκαλερί και το ρόλο τους, και σε μια γενικότερη συγκυρία όπου η ανάγκη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι πια αυτονόητη και στο χώρο της τέχνης σε ιδιώτες, γκαλερί και χορηγούς, βασίζει πλέον την πολιτιστική της ανάπτυξη η ΕΟΚ, εγκαταλείποντας τη γραφειοκρατική καλλιέργεια της τέχνης, δίνοντας κίνητρα για τις γκαλερί και τους συλλέκτες. Άγνωστα μάλλον όλα αυτά σ’ εμάς, που ακόμη θεωρούμε πολλοί ότι ο ζωγράφος και ο γλύπτης είναι ένα εξωκοινωνικό πρόσωπο ή αντίστροφα, που θεωρούσαμε ότι κοινωνικότητα σήμαινε γι’ αυτόν την ένταξη στις προοπτικές ενός κόμματος. Το γεγονός πλέον είναι ότι οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες βασίζονται μόνο στις γκαλερί τους, λιγότερο στο προσωπικό μάρκετινγκ και καθόλου στο κράτος.
Η πρωτότυπη αναδρομική έκθεση μας γκαλερί στην Αθήνα μας δίνει τη σημερινή αφορμή. Η «Μέδουσα» της Μαρίας Δημητριάδη γιορτάζει τα δέκα χρόνια της και ο Δήμος της Αθήνας εύστοχα της παραχώρησε τη Δημοτική Πινακοθήκη για να δείξει τους συνεργάτες και το πνεύμα της. Πρόκειται μάλιστα να είναι αυτή η αρχή κι άλλων ανάλογων συνεργασιών του δήμου με γκαλερίστες, στα πλαίσια της γενικότερης εσπευσμένης «εναρμόνισης των ημετέρων θεσμών με τους εοκικούς».
Η «Μέδουσα» είναι βέβαια ήδη καθιερωμένη αίθουσα, με ετήσια εκθεσιακά προγράμματα που συνδυάζουν έξυπνα, καθιερωμένους δημιουργούς με νεότερες και νεότατες εικαστικές προτάσεις. Μεταξύ τους, βλέπουμε σ’ αυτήν την επετειακή αναδρομή καλλιτέχνες παγκοσμίου βεληνεκούς, σαν τον Τάκι με τα ηλεκτρομαγνητικά του γλυπτά, πολλούς άλλους καθιερωμένους (Γ. Λαζόγκας, Α. Στασινοπούλου κ.α.) και πολλούς απ’ τη γενιά που σχηματίζει το αύριο της ζωγραφικής μας Αιμ. Παπαφιλίππου, Γ.Ρόρρης, Λ.Βενιέρη κ.α. Δεν μας αφορά εδώ η ίδια η εικαστική παρουσία τους σ’ αυτήν την έκθεση, όσο ο χειρισμός τους, σ’ επίπεδο δημοσίων σχέσεων, απ’ την γκαλερίστα. Διαβάζουμε λοιπόν στο εισαγωγικό της κείμενο ότι «ο γκαλερίστας είναι σαν κάποιον που κάνει σερφ, δεν μπορεί να προκαλέσει ο ίδιος ένα κύμα, μπορεί ωστόσο να βρεθεί σ’ αυτά που τον οδηγούν στους στόχους του».
Συμφωνούμε, ασφαλώς καιι θυμόμαστε επιβεβαιωτικά τα πολλά δυναμικά κύματα που συνάντησε κι αυτή εδώ η στήλη στη «Μέδουσα» εδώ και πέντε χρόνια. Δεν είδαμε βέβαια πολλά απ’ αυτά να προωθούνται στη συνέχεια στον εκτός Ελλάδος χώρο, όπως θα άξιζε και σε καλλιτέχνες και στην γκαλερίστα, μα δυστυχώς δεν είδαμε κάτι ανάλογο από καμιά άλλη ελληνική γκαλερί. Ούτε θα δούμε, ίσως, αν δεν είναι κάποτε νομοθετική πραγματικότητα μια εθνική πολιτική κινήτρων για τις τέχνες, σαν της Ισπανίας τώρα ή των άλλων εοκικών χωρών από χρόνια.
Πιστεύω όμως ότι η «Μέδουσα» είναι από τις πολύ λίγες γκαλερί που δουλεύουν με διεθνή αισθητήρια, κριτήρια και προοπτικές, κι εύχομαι το δικό της κύμα να φτάσει σύντομα κι ως εκεί που της αξίζει, στην Ευρώπη.
Maria Demetriades
Gallery-owners who are not content with the mere professional aspect of their work need to be constantly alert to art in the making, always one step ahead of other people in detecting budding talent: they must have the courage to follow their intuitions and to express their enthusiasm unstintingly. Gallery-owners may be compared to surfers. Surfers cannot produce a wave, if no wave happens to be there. Without a wave to carry them along, they are useless, non-existent. But good surfers can sense which of the oncoming waves is the right one, the log powerful wave that can be trusted. The same goes for the gallery-owner.
For this reason, do not expect me to present you with a theoretical text. I have no intention of doing so, nor do I feel qualified for an undertaking of that kind. All I will do is try to tell you, as simply as possimble, what led me to become involved with art in this country on a “professional” basis. My approach to the subject will be neither historical, nor theoretical, nor even critical, bur purely intuitive and empirical. For this way of approaching art, after all, is also valid. And aw we are now celebrating MEDUSA’S tenth anniversary, I feel all the more justified in treating the subject with a certain emotional bias. I started Medusa almost as one might start a love-affair. I saw it, first and foremost as a place where month after month, successive efforts would be made to serve this purpose with unwavering care and respect. The gallery’s police, if I may use such high-sounding word, has been to combine the work of young people, of artists of my generation, with the work of established artists, whose prestige would lend greater authority to my ventures.
By means of this juxtaposition, I have tried to explore and delineate the character of what we might describe as Greek avant-garde art in the eighties. I have just used the word avant-garde, and now I have second thoughts about it, for it is a word that perhaps become blunted and discredited through over-use. What I really mean then is art that is experimental, youthful, questing, art that encompasses all the expressive potential of post-modern culture. I have tried to promote the work of the gallery’s artists on the international art scene, and on the other hand, I have persisted on providing a platform in Athens for artists studying or working abroad.
It has also been my ambition to turn Medusa into a congenial, widely accessible meeting-place for anyone prepared to approach it in this spirit. This may sound as a paradox, but I am firmly convinced it is not incompatible with the gallery’s main policy. What I am trying to do is no easy task, you may say. Of course it isn’t – and even as I say this, I remain fully aware of the hard work, the obstacles, the problems I have had to face, the malice, the harassment, the open warfare even. But I believe that it is well worth enduring all this, and much more, for the sake of something as vital, as valuable, as intimately relevant to us as contemporary art in Greece – a Greece moving forwards, against all odds, to meet the 21th century.