Paros Magazine Φεβρουάριος 2011

Paros Magazine

Φεβρουάριος 2011

Μαρία Γιαγιάννου

Συνέντευξη με την Μαρία Δημητριάδη διευθύντρια της γκαλερί «Μέδουσα»

Εδώ και τρεις δεκαετίες, η Μέδουσα ανήκει στην κατηγορία των αθηναϊκών γκαλερί που πρωτοστατούν στην ελληνική εικαστική σκηνή. Με την εκπροσώπηση σημαντικών καλλιτεχνών έχετε κερδίσει την εκτίμηση του φιλότεχνου κοινού, συναδέλφων και καλλιτεχνών. Ωστόσο, ο θεσμός της γκαλερί δεν αντιμετωπίζεται πάντα με θετικές εκδηλώσεις, αλλά συχνά με έντονη αμφιθυμία. Πολλοί βλέπουν μια γκαλερί ως ιερό άβατο, άλλοι ως σκουριασμένο θεσμό, αρκετοί ως ψυχρό εμπορικό μηχανισμό και μερικοί ως λίκνο τέχνης και πολιτισμού. Ποια τάση επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα και τι σημαίνει ο θεσμός της γκαλερί για εσάς.
Μ.Δ. Νομίζω ότι όποιος χαρακτηρισμός δαιμονοποιεί η εξωραίζει με υπερβολή το ρόλο των γκαλερί είναι εξ ορισμού ανακριβής ή στην καλύτερη περίπτωση αφελής. Κάθε θεσμός που υπηρετεί την τέχνη έχει την ιστορία του και ως εκ τούτου εξελίσσεται στο χρόνο, εκσυγχρονίζεται ανάλογα με τις κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν. Με άλλα λόγια, προσαρμόζεται σε νέα πρότυπα οργάνωσης και επικοινωνίας τόσο με το κοινό όσο και με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, των οποίων η συμπεριφορά και οι μορφές έκφρασης αντίστοιχα εξελίσσονται και αλλάζουν. Η μεγάλη δοκιμασία ενός χώρος τέχνης συνίσταται στο κατά πόσο θα μπορέσει να συνδυάσει δυο λειτουργίες; να μένει ανοιχτός στις αλλαγές των καιρών, χωρίς όμως, να χάσει τον κύριο προσανατολισμό του, που είναι να χτίζει γέφυρες εμπιστοσύνης και επικοινωνίας με το κοινό και παράλληλα και με τους καλλιτέχνες. Η «Μέδουσα» ύστερα από πάνω από 30 χρόνια λειτουργίας άντεξε αυτή τη δοκιμασία, γιατί δούλεψε αδιάκοπα με γνώμονα την ποιότητα των καλλιτεχνικών προτάσεων που υποστήριξε, καθιερωμένων και νέων καλλιτεχνών. Προώθησε ισότιμα καλλιτέχνες ιστορικής σημασίας για την ελληνική αλλά και τη διεθνή τέχνη, όπως ο Τάκις, ο Ακριθάκης, ο Πράσινος, ο Κουλεντιανός, ο Δανιήλ και άλλους, ενώ παράλληλα έδωσε την ευκαιρία σε νέους καλλιτέχνες, που σήμερα αναγνωρίζονται ως το νεότερο αίμα, να ξεκινήσουν την επαγγελματική τους πορεία διοργανώνοντας την πρώτη τους ατομική έκθεση. Το γεγονός ότι η γκαλερί κατάφερε να κινηθεί αποτελεσματικά στην αγορά τέχνης αποτελεί εκπλήρωση του σημαντικού ρόλου μιας γκαλερί, που πέρα από τα μέσα που παρέχει στον καλλιτέχνη να προβάλει την ουσιαστική αξία του έργου του, του δίνει και την οικονομική δυνατότητα να το συνεχίσει, όπως επίσης να αποκτήσει και ο χώρος τα μέσα για τη συντήρηση του δικού του ρόλου.

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι σε κάθε απόπειρα εκτίμησης του ρόλου που έπαιξαν οι γκαλερί, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι λόγω της παντελούς έλλειψης, μέχρι εδώ και δέκα χρόνια, εξειδικευμένων δημόσιων θεσμών για την προώθηση της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής, οι άνθρωποι που αφιέρωσαν την ζωή και τη δουλειά τους στη σύγχρονη τέχνη – και αναφέρομαι σε ορισμένους από τους πρωτεργάτες, όπως οι «Νέες Μορφές», το Καλλιτεχνικό και Πνευματικό Κέντρο «Ώρα», η «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών», η Γκαλερί «Ζουμπουλάκη» η Αίθουσα Τέχνης «Δεσμός» – υπήρξαν οι αποκλειστικοί ενδιάμεσοι στη σταδιακή γνωριμία και εξοικείωση του κοινού με το έργο των σύγχρονων καλλιτεχνών. Και σίγουρα σε μια τέτοια προσπάθεια έναυσμα δεν ήταν το μεγάλο οικονομικό κέρδος, αλλά το βαθύτερο ενδιαφέρον για την τέχνη. Από αυτή τη σκοπιά, ξεκάθαρα προκύπτει ότι οι γκαλερί στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν ένα δυνατό όργανο όχι μόνο συντήρησης αλλά ανανέωσης της φυσιογνωμίας του σύγχρονου πολιτισμού. Πάνω σε αυτή τη βάση ξεκίνησε και η ιστορία της «Μέδουσας» και αυτή τη βάση συνεχίζω και προσπαθώ να διευρύνω και να εκσυγχρονίζω.

Με γνώμονα τα κίνητρα, την απήχηση και τη συνολική της λειτουργία, μια γκαλερί έχει στενότερη συγγένεια με ένα σεπτό μουσείο ή με έναν επιμελώς ατημέλητο εναλλακτικό χώρο, από αυτούς που κατακλύζονται τελευταία από το νεανικό κοινό;

Μ.Δ. Ευτυχώς, η τέχνη παραμένει ένας από τους χώρους δραστηριότητας και παραγωγής, όπου κύριο χαρακτηριστικό είναι η πολυμορφία, η πολλαπλότητα των απόψεων για την έννοια της δημιουργίας, η πολυγλωσσία. Ευτυχώς, δεν είμαστε αναγκασμένοι όλοι να φορέσουμε το ίδιο ένδυμα. Αρκεί να ξέρει ο καθένας να επιλέγει αυτό που του ταιριάζει σε ύφος και μέγεθος… Ούτε, από την άλλη πλευρά, το ράσο κάνει τον παπά. Μπορεί ένας χώρος να προβάλει ένα πρόσωπο μουσειακό και να μην είναι αξιοσέβαστος, και αντίθετα, να εμφανίζεται ως εναλλακτικός και να κινείται μέσα σε δίκτυο κατεστημένων μηχανισμών διακίνησης της τέχνης. Πάντα ο χαρακτήρας ενός χώρου δίνεται από το ανθρώπινο δυναμικό που το διαχειρίζεται, από το ύφος, τη νοοτροπία, το ήθος του ανθρώπου ή των ανθρώπων που διευθύνουν τις επιλογές και, ενδεχομένως, την παρεμβολή του χώρου μέσα στον κοινωνικό ιστό και την πνευματική ζωή ενός τόπου. Γι αυτό, στον ίδιο χώρο μπορεί ωραιότατα να ταιριάζουν «επίσημα» αλλά και «ατημέλητα» ενδύματα, όπως εξίσου θεμιτό – ή θα έλεγα απαραίτητο – είναι να δίνεται η δυνατότητα στους νέους να πειραματιστούν σ’ εναλλακτικούς χώρους. Όλα κρίνονται στη συνέχειά τους…

Η τέχνη έχει τη δυνατότητα να εκπλήσσει, παίρνοντας μορφές απρόβλεπτες, ρηξικέλευθες πρωτόφαντες. Στην κοινωνία του θεάματος, όπου τα πάντα είναι «αισθητικά» και ταυτοχρόνως εμπορευματοποιημένα, αυτό τον ρόλο – του πρωτεργάτη της έκπληξης και της πρωτοτυπίας – αναλαμβάνει με επιτυχία η διαφήμιση, η τηλεόραση, η ίδια η «θεαματική» καθημερινότητα, ενώ οι εικαστικές τέχνες συχνά φαίνεται να βαλτώνουν μέσα στον μεταμοντέρνο χυλό. Όταν όλα μοιάζουν σαν να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, τι μένει στην τέχνη να πραγματοποιήσει; Πόσο δυνατή είναι σήμερα η φωνή της;

Μ.Δ. Προσωπικά, συνεχίζω να δοκιμάζω συγκίνηση ενώπιον του έργου ενός σημαντικού αριθμού καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων. Θα έλεγα ότι είναι καθαρά θέμα προσωπικής επιλογής το σκηνικό όπου θα εστιάσουμε την προσοχή μας. Υπάρχουν και σήμερα καλλιτέχνες που δεν «βαλτώνουν» ούτε γλίστρησαν μέσα στο «χυλό».Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι πάντα, σε διαφορετικές εποχές, υπήρχαν καλλιτέχνες που υπέφεραν από ανάλογα ατυχήματα…. Είναι γεγονός ότι ζούμε την κοινωνία του θεάματος, όπου τα μέσα της μαζικής επικοινωνίας παίζουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτή η συνθήκη, όμως καθιστά, κατά τη γνώμη μου, ακόμη πιο δελεαστική την πρόκληση να προβάλει και να προωθήσει κάποιος τους καλλιτέχνες που με δεξιοτεχνία καταφέρουν είτε να αποστασιοποιούνται είτε να σχολιάζουν καυστικά την αισθητική της μαζική κουλτούρας. Πόση δυνατή είναι σήμερα η φωνή της τέχνης; Ας μην ξεχνάμε ότι η κραυγή ή η μουσική της θα ακουστεί και μάλιστα σε υψηλά ντεσιμπέλ από αυτούς που στήνουν αυτί. Και ο δικός μας ρόλος είναι να οξύνουμε αυτή την αισθητηριακή και πνευματική ευαισθησία του κοινού. Ιδού, λοιπόν, η σαγήνη γι αυτόν που δουλεύει στο χώρο της τέχνης.

Ερχόμενη σε επαφή καθημερινά με το έργο νέων καλλιτεχνών και παράλληλα γνωρίζοντας εις βάθος το έργο και τις πρακτικές των ήδη καταξιωμένων, κρίνετε ότι ένας καλλιτέχνης οφείλει να δημιουργεί εν θερμώ ή είναι ευνοϊκότερο για το έργο του να «απαντήσει» κρατώντας χρονική απόσταση από την επικαιρότητα; Γελάει καλύτερα όποιος δημιουργεί πρώτος ή τελευταίος;

Μ.Δ. Δεν πιστεύω ούτε μ’ ενδιαφέρει η ποιότητα της «πρωτιάς», ούτε βέβαια συγκινούμαι από ετεροχρονισμένες επαναλήψεις. Η πρωτοτυπία είναι για μένα συνώνυμη με τη γνησιότητα της γλώσσας ενός καλλιτέχνη. Ότι γνήσιο και μοναδικό.

Στην προσπάθεια να σχολιάσουν γλαφυρά, να στηλιτεύσουν ή να ανταγωνιστούν την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα,, κατά καιρούς αρκετοί καλλιτέχνες μεταχειρίστηκαν τρόπους ακραίους κι ενίοτε εγκληματικούς. Γνωστές είναι οι περφόρμανς ορισμένων ακσιονιστών, όπου οι αυτομαστιγώσεις και οι βασανισμοί κατέχουν κεντρική θέση. Που σταματάει η αισθητική και που αρχίζει η ηθική; Ποια είναι η γνώμη σας για αυτό το είδος τέχνης;΄

Μ.Δ. Το πανόραμα των μορφών έκφρασης που επεξεργάστηκαν οι καλλιτέχνες των πρωτοποριών εδώ και ένα αιώνα περίπου είναι τεράστιο και συμπεριλαμβάνει πολλές ακραίες δράσεις. Καθώς όλες αυτές οι μορφές έκφρασης αντιπροσωπεύουν την εξατομικευμένη στάση ενός καλλιτέχνη έναντι του μεγάλου ερωτήματος, που έχει να κάνει με την ανάγκη διεύρυνσης της αντίληψης της ζωής, όξυνσης της κριτικής στάσης στην κοινωνική πραγματικότητα και αναθεώρησης της έννοιας της δημιουργίας, κάθε περίπτωση αξιολογείται με διαφορετικό γνώμονα. Έχουν υπάρξει καλλιτέχνες που με πειστικό τρόπο μας έκαναν κοινωνούς του ανθρώπινου δράματος, εκθέτοντας τον ίδιο τον εαυτό τους σε κίνδυνο ή σε δοκιμασία, όπως έχουν υπάρξει και περιπτώσεις ανάξιες λόγου παρόλη τη βιαιότητά τους. Οπότε δεν μπορεί να αξιολογήσει κανείς αυτή την επιλογή έκφρασης με γενικευμένα κριτήρια, αλλά μόνο επιλεκτικά. Το ερώτημα της αλληλεπίδρασης αισθητικής και ηθικής είναι μεγάλο φιλοσοφικό ζήτημα. Συνοπτικά, θα έλεγα ότι την απάντηση σε αυτό το ερώτημα αξίζει να ψάξουμε να τη βρούμε εμβαθύνοντας στο έργο αυτών που επιτυχώς χειρίστηκαν ορισμένες ακραίες μορφές συμπεριφοράς στο χώρο της τέχνης, βλ. λόγου χάρη, Μαρία Αμπράμοβιτς.

Εικόνα και λόγος. Τέχνη και θεωρία. Συχνά συμβαίνει να σταθούμε μπροστά σε έργα τέχνης ερμητικά κλειστά, σε εγκαταστάσεις που συγχέονται με τα κλιματιστικά του εκθεσιακού χώρου, σε κενές (για το γυμνό μάτι?) φωτογραφίες. Το θεωρητικό κείμενο και ο τίτλος, που συνοδεύουν το κάθε έργο από τα παραπάνω, φροντίζουν να βγάλουν τον θεατή από την αμηχανία. Άλλες φορές πάλι, το έργο είναι εκείνο που βοηθάει τον θεατή να κατανοήσει το απροσπέλαστο κείμενο? Ποιος οφείλει τελικά να είναι ο ρόλος της θεωρίας σε μία εικαστική έκθεση; Η θεωρία καλύπτει το νοηματικό κενό του έργου ή αποκαλύπτει την κρυφή αλήθειας του;

Μ.Δ. Η θεωρητική σκέψη και ο κριτικός λόγος είναι και αυτά εργαλεία ου μπορούν να είναι αποτελεσματικά ή μη ανάλογα με τις ικανότητες αυτού ή αυτής που τα χειρίζεται. Έτσι, όπως συμβαίνει και μ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, ένα κείμενο μπορεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας, να διεγείρει τη σκέψη μας ή αντίθετα να αποτύχει πλήρως το σκοπό του. Πάντως νομίζω ότι στις ευτυχείς περιπτώσεις, που ένα κείμενο είναι προϊόν μιας βαθύτερης κατανόησης του συγκεκριμένου έργου που αναλύει, καθρέπτης μιας καθαρής σκέψης και αφομοιωμένης γνώσης της τέχνης, τότε μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική συμβολή όχι μόνο για την κατανόηση του έργου αλλά και για τον πνευματικό ορίζοντα και διάλογο με τον ίδιον τον καλλιτέχνη.

Λίγα ταξίδια στην ελληνική περιφέρεια αρκούν για να διαπιστώσει κανείς ότι, εκτός Αττικής, οι πόλεις μας πάσχουν είτε από πολιτιστικό όραμα είτε από τα μέσα για την υλοποίηση ενός οράματος. Η συνολική εμπειρία σας, καθώς και η τρέχουσα συνεργασία σας με το Fotis Art Café στην Πάρο διαψεύδει ή επαληθεύει την παραπάνω διαπίστωση; Υπάρχει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον στο κυκλαδίτικο νησί;

Μ.Δ. Έχω μια μακρά εμπειρία της προσπάθειας αποκέντρωσης της σύγχρονης καλλιτεχνικής κίνησης, που χρονολογείται από το 1983. Ξεκίνησε με τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Μοναστήρι του Καπαρού στις Λεύκες, όπου παρουσιάστηκαν οι εγκαταστάσεις έργων του Νάκη Ταστσιόγλου, της Έρσης Βενετσάνου και του Κώστα Βρούβα. Από τότε μέχρι τις εκθέσεις στο Fotis Art Café, αυτό που έχω να πω με βεβαιότητα είναι ότι όλα τα γεγονότα που διοργάνωσα στην Πάρο αγκαλιάστηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον και ανταπόκριση από ένα μικτό κοινό, τόσο από την τοπική κοινωνία όσο και από τους επισκέπτες.

Ελάχιστοι σήμερα στην Ελλάδα μένουν ανεπηρέαστοι από τη οικονομική κρίση που μεταβάλλει ραγδαία τους όρους της ζωής, τις προτεραιότητες και τη διάθεσή μας. Στις παρέες ακούω συχνά να τίθεται το ερώτημα αν η τέχνη μπορεί να ανθίσει σε μια περίοδο που η οικονομία καταρρέει. Τι βλέπετε και τι προβλέπετε; Εντέλει, η Μέδουσα τι προτείνει;

Μ.Δ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική κρίση επηρεάζει όλους τους τομείς δραστηριότητας. Στο χώρο της τέχνης, όσοι βρισκόμαστε από παλιά, έχουμε ζήσει ξανά δύσκολες στιγμές σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Και, όμως, συνεχίσαμε και ξαναβγήκαμε στην επιφάνεια αλώβητοι. Γι αυτό, συνεχίζω και τώρα ακάθεκτη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων, προκειμένου να εξασφαλίσω τη βιωσιμότητα των συνεργασιών μου με τους καλλιτέχνες. Ένα είναι σίγουρο. Δεν πρόκειται να μπει νερό στο κρασί και οι επιλογές και το πρόγραμμα της γκαλερί θα συνεχίσουν να διαμορφώνονται με τη σοβαρότητα που απαιτείται προς το κοινό της γκαλερί και τους συνεργάτες, όπως και με το ίδιο κέφι και την ίδια δέσμευση προς την ποιότητα. Άλλωστε, ως έμπειρη ιστιοπλόος, ξέρω ότι «ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται».