(GR)
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
8 Μαρτίου 1995
Α. Μιχαλοπούλου
Σημαίες αντίστασης σε πράγματα χωρίς νόημα
Τα λάβαρα Βούλας Μασούρα εκτίθενται στην Αθήνα.
Πριν από δύο χρόνια η Βούλα Μασούρα απέκλεισε μόνη της την ιδέα μιας αναδρομικής έκθεσης στην πύλη της Αμμοχώστου. «Θα διαλυθούν τα έργα εδώ μέσα», σκέφτηκε με δέος, αντικρίζοντας το χώρο. Και αμέσως γεννήθηκε, μόνη της σχεδόν, η εικαστική λύση: μια σειρά από λάβαρα, τοποθετημένα στις δύο πλευρές της πύλης. Τα «Λάβαρά» της, δημιουργίες σε πισσόχαρτο με ίνες και ακρυλικά, μεταφέρονται σήμερα στην Αθήνα, στην Αίθουσα Τέχνης «Μέδουσα+1». Εκεί, μακριά από ένα χώρο που φορτίστηκε με ιστορικά και εθνικά συμφραζόμενα, τα έργα της θα αποδείξουν την αυτονομία τους.
Τα «Λάβαρα» ανήκουν στο χώρο της Textile Art, αλλά η Μασούρα εναντιώνεται στις κατηγοριοποιήσεις. Ξεκινώντας από ζωγραφική και assemblages ήθελε πάντα να βγει από τα όρια του τελάρου. Διδάχτηκε την τεχνική της ταπισερί, όχι από ενδιαφέρον για την υφαντική, αλλά για να αξιοποιήσει μια νέα ύλη – τις ίνες – στη δουλειά της. Εμπιστεύτηκε τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, σύμφωνα με την οποία «η φύση αντιγράφει τον καλλιτέχνη». Κι έτσι όταν βλέπει βρύα στους περιπάτους της, το μυαλό της αυτόματα γυρίζει στις ίνες που χρησιμοποιεί. Τα «Λάβαρα» δημιουργήθηκαν με τις ίνες αυτές και τις συζεύξεις τους πάνω σε πισσόχαρτα. Όσο για το πισσόχαρτο, ήταν ένα υλικό που ανακαλύφθηκε τυχαία από τη ζωγράφο. «Σ’ ένα γιαπί, διηγείται, είδα ένα στραπατσαρισμένο, ταλαιπωρημένο χαρτί περιτυλίγματος με ωραία ματιέρα. Το έπλυνα στην αυλή μου κι από τότε άρχισα να το χρησιμοποιώ συστηματικά».
Τα «Λάβαρα» που διακρίνονται για τη «μνημειακότητα και την ιερατικότητά» τους, σύμφωνα με τον Χρύσανθο Χρήστου, έχουν σαφείς ιστορικές απολήξεις. «Είναι σαν να στερείσαι το παρελθόν, όταν ασχολείσαι μόνο με σύγχρονα πράγματα. Ο καθένας σέρνει μέσα του εκατομμύρια χρόνια από τους αγρίους μέχρι σήμερα. Οι αρχαϊκές περίοδοι ενός πολιτισμού με συγκινούν πάντοτε περισσότερο. Προτιμώ το πρώιμο από το όψιμο. Για παράδειγμα την προ-αναγέννηση».
Ένας καλλιτέχνης όμως αφήνει πάντα στο έργο τη σφραγίδα του, την προσωπική του αγωνία. «Με αυτή την έννοια λεει η Μασούρα – ίσως τα Λάβαρα να έχουν σχέση με τον χαρακτήρα μου. Όλοι μας κουβαλάμε σημαίες. Εγώ θα τις ονόμαζα σημαίες αντίστασης απέναντι στα πράγματα που δεν έχουν νόημα. Επειδή δεν είμαι περιπετειώδης, τα λάβαρα είναι η δική μου επανάσταση».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
1 Απριλίου 1995
Μαρία Μαραγκού
Εμπροσθοφυλακη
Καινούργια δουλειά δείχνει η Βούλα Μασούρα στο χώρο της Μαρίας Δημητριάδη (Μέδουσα + 1), με τον τίτλο «Λάβαρα».
Είναι το προχώρημά της, στη φόρμα και το χρώμα της δουλειάς που επεξεργάζεται από χρόνια, ζωγραφίζοντας δηλαδή με ύλες φυτικές και τεχνικές, που ορίζονται (πολύ γενικά, άρα απλουστευμένα) ως ταπισερί. Τα «Λάβαρα» είναι επιφάνειες ζωγραφισμένες πάντα με φυσικά υλικά και κόλλες σε επιφάνειες που ανακαλούν νοητικά τη φόρμα του λάβαρου, ιερού συμβόλου (θρησκευτικού ή κοινωνικού) και που έγιναν ειδικά για το χώρο της «Πύλης της Αμμοχώστου» στην Κύπρο.
Παρ’ όλο που ετοιμάστηκαν για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, λειτουργούν θαυμάσια στην επανατοποθέτησή τους, στο παλιό σπίτι.
Η Μασούρα έχει αφαιρέσει τα κεκτημένα της γνωστής πολυποίκιλης και πολύχρωμης φόρμας, άρα και ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της πρώτης ματιάς, χάριν μιας αφαίρεσης που επισημαίνει εκείνο που είναι στοιχειωδώς απαραίτητο αυτή τη στιγμή.
Λιτότητα χρωματική, φόρμα γεωμετρική, ζωγραφική με λίγες γραμμές, που ορίζουν περισσότερο το κενό από το πλήρες. Και τόλμη. Λίγοι είναι οι καλλιτέχνες που έχοντας συνηθίσει να αρέσουν για μια συγκεκριμένη δουλειά, προχωρούν τη δουλειά τους ελαχιστοποιώντας τα στοιχεία εκείνα που έκαναν την πρόσβασή της ευκολότερη.
ΑΥΓΗ
2 Απριλίου 1995
«Και τι δη το σήμα;…»
Θα προτιμούσα να δώσω αρχικά το προβάδισμα, σ’ αυτά, που η ίδια η καλλιτέχνης γράφει για τη δουλειά της:
«Τα λάβαρα ξεκίνησαν σαν ιδέα το 1990, όταν επισκέφτηκα για δεύτερη φορά την Πύλη της Αμμοχώστου, στη Λευκωσία της Κύπρου, εν όψει μιας προγραμματισμένης έκθεσής μου εκεί.
Οι αίθουσες του μεσαιωνικού αυτού κτίσματος, λιτές, επιβλητικές και συνάμα δύσκολες σαν εκθεσιακός χώρος, μου υπέβαλαν το ξαφνικό αποκαλυπτικό όραμα, που με κατέκλυσε και που έμελλε να διαμορφώσει τη ροή της δουλειάς μου για τα επόμενα τρία χρόνια. Είδα, φαντάστηκα, ν’ ανοίγει η πύλη και μια πομπή εποχής με προπορευόμενα λάβαρα να μπαίνει στο χώρο.
Λάβαρα!… η ιδέα αρχίζει να με κυνηγά βασανιστικά, να γίνεται έμμονη σκέψη. Ανατρέχω στην εγκυκλοπαίδεια:
… Κατά την αφήγησιν Ευσεβίου Καισαρείας “Εις τον βίον Κωνσταντίνου Α”, ο Μ. Κωνσταντίνος είδε προ της μάχης επί του ουρανού εν ώρα μεσημβρίας “Σταυρού Τρόπαιον”. Εξ αυτού εμπνευσθείς κατασκεύασε το λάβαρον στηριζόμενον επί δόρατος, έχοντας επί της κορυφής χρυσούν στέφανον μετά του μονογράμματος του Χριστού, κάτωθι του οποίου επί εγκαρσίως εις σχήμα σταυρού τοποθετηθέντος ακοντίου εκρέματο τετράγωνον πορφυρούν ύφασμα, μετά χρυσοκέντητων εικόνων του αυτοκράτορος και των δύο υιών του…
Έτσι αρχίζω με πολύ αγωνία να δουλεύω τα ΛΑΒΑΡΑ επάνω σε πισσόχαρτο, υλικό που είχα ξαναχρησιμοποιήσει σε προηγούμενα έργα μου. Δεκαοκτώ ΛΑΒΑΡΑ παρατάχθηκαν σε μια πομπή αριστερά και δεξιά της αίθουσας, στην Πύλη της Αμμοχώστου, για την έκθεσή μου την 1η Φεβρουαρίου του 1993.
Τώρα, δύο χρόνια αργότερα, ο θεατής στον «μαγικό κόσμο της Μέδουσας», έχει την δυνατότητα μιας τελείως διαφορετικής προσέγγισης, μια και τα Λάβαρα, απογυμνωμένα, πια, απ’ τον τελετουργικό χαρακτήρα της πομπής, έτσι όπως είχαν «ενσωματωθεί» στην Πύλη της Αμμοχώστου, αναδεικνύονται ένα – ένα ξέχωρα, χωρίς όμως να χάνουν την δύναμή τους. Τουναντίον, η φυσική φθορά του παλιού σπιτιού και εκθεσιακού χώρου, μαζί με μια εξαιρετικά έμπειρη «ματιά», στο στήσιμο και ο σχετικά χαμηλός φωτισμός, προκαλούν τον θεατή να τ’ ανακαλύψει ένα – ένα, σε μια λαβυρινθώδη διαδρομή, σαν μέσα στους αιώνες…, να τ’ αγγίξει και να τ’ αναγνωρίσει….
Η επιφάνεια, αυτών των έργων, χτισμένη με ίνες φυτικές και έννοιες, γίνεται μια απτή υλική πραγματικότητα, καλλιτεχνική και σημασιακή αξία…
Ο όρος «Λάβαρα», που χρησιμοποιεί η Μασούρα, όρο που αντλεί από τη βυζαντινή, θρησκευτική έννοια, είναι ουσιαστικά συνώνυμος με τη λέξη «σημείο» (εξ ου και Σημαία), από την αρχαία, ελληνική ρίζα: Σημείο, σημάδι, σύμβολο, φαινόμενο του ουρανού, προσημαντικό του μέλλοντος…
«Έχει δ’ υπερφύροι σήμ» απ’ ασπίδος», έγραψε ο Αισχύλος, ενώ ο Ευριπίδης, θέτει το ερώτημα «Και τη δη το Σήμα;…».
Η Μασούρα δίνει τη δική της ηθική, μεταφυσική και ποιητική απάντηση.
Ανατρέχω, στην πρώτη μου επαφή με το έργο της, το φθινόπωρο του ’89, στο ατελιέ. «Φόρμες, οργανικές, όντα μυθικά, τοτέμ…, ένα αλφαβητάρι της φύσης…» έγραψα τότε.
Ο εντυπωσιασμός μου, δεν σταμάτησε εκεί, αλλά με κινητοποίησε στην πρόταση και στην οργάνωση, μιας έκθεσης, το χώρο του Γερμανικού Ινστιτούτου, Goethe, στην Αθήνα, το Φλεβάρη του ’91 με τον τίτλο «ΜΙΚΡΑ ΣΧΗΜΑΤΑ». Πολλά απ’ αυτά τα κομμάτια, μικρού σχήματος, ενείχαν ήδη, στην λιτότητα και στην καθαριότητα της φόρμας, στοιχεία της δουλειάς, που πρωτοπαρουσιάστηκε, αργότερα στην Κύπρο.
Όσο προσεκτικά, όμως και αν μελετήσει ο ιστορικός, ο ποιητής, ο φιλόσοφος, ή απλά ο κριτικός, το έργο έργο τέχνης, ο καλλιτέχνης βρίσκεται ήδη «αλλού», συνεχίζοντας ή δημιουργώντας κάτι καινούργιο.
Ένα μεγάλο μέρος της αυτοπειθαρχίας, της επιμονής και της άψογης τεχνικής, οφείλει η Μασούρα στους δασκάλους της Muche και Trokes, στα πρώτα της φοιτητικά χρόνια (57-61). Ο George Muche, απ’ τους ιδρυτές και ελάχιστους συνεχιστές του κινήματος του Bauhaus, επιστρέφει απ’ την Αμερική, όπου είχε καταφύγει, μαζί με άλλους, στη διάρκεια του ναζισμού, και διδάσκει στο Krefeld της Γερμανίας ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Με όποιες όμως επιδράσεις παιδείας απ’ το Bauhaus και όσες αναφορές στο Βυζάντιο ή σε αρχέγονα σύμβολα, η Μασούρα, όπως κάθε καλλιτέχνης, ταξινομεί τον κόσμο απ’ την αρχή.
Παρατηρώντας τούτα τα έργα, αυτές τις θαυμάσια δουλεμένες επιφάνειες, να αιωρούνται, με το φως να τις διαπερνά, μου ΄ρχονται στο νου, τα λόγια του Louis Aragon:
“Επιφάνειες, από αδέσμευτες κραυγές,
τρελά φυτά,
η Γη δεν ξέρει που τρέμει,
κι εμείς,
χαμογελώντας, επιδοκιμαστικά,
σφίγγομε, στις τσέπες, του γιλέκου μας,
τα τραπέζια του φυσικού νόμου…”
V. MASSOURA : THE "BANNERS" SERIES
Medusa+1, Athens
What distinguishes the true creator is undoubtedly his ability to carry on his quests, formalize his anxieties and transform his encounters into expressive values. Moreover, he will enlarge his pictorial vocabulary, enrich his formulations and complete his aims. This is precisely what one finds in the case of Voula Massoura as is readily revealed by her artistic creation, both in her previous endeavors and in her series "BANNERS" being presented today. Outside the title "BANNERS1', with its multiple levels of meaning, are the selfsame characteristics of the works which stand out for the imposition of new values with an exceptionally far-reaching range. They introduce a world in which a definitive role is played by archetypal elements and universal traits. One can understand this better if he draws nearer the external elements of the series which are: the dominance of height over width, the imposition of the surface on space, the connection to tradition -not only Greek but worldwide tradition-, the emphasis on subjects with a transtemporal content -circle, square, cross, X, mandalas-, the annexation of external space in the function of the work (through the openings in the selfsame material), the use of muted, more earthy colors, the combination of static and kinetic models, tectonic and non-tectonic characteristics, together with passive and active themes. Furthermore, it is the use of all these elements together which gives monumentality and a sense of hierarchy to these works and, of much greater importance, a multi¬dimensional and multi-levelled expressive content. It is not so much the purely thematic elements -circle and square, cross and X, closed and open sections, diagonal or vertical and horizontal elements- which enrich the works with universal and transtemporal elements, but much more the personal associations and the pictorial vo¬cabulary which complete the voice informing these works. Because the series "BANNERS" is not limited to simply giving us the Christian starting point for the subject -the banner of Constantine the Great, the banners of the Saints and the church ceremonies, the banners of towns and so on and so forth-, but through the utilization of models possessed of a archetypal and universal character, such as the circle and the square, the diagonal and the X-shape, and their combi¬nations, which may refer to road signs or the mandalas of Indian art, these works ex¬press a great deal more. They manage to transcend the division of past and present, tradition and renewal and give us wholes which join peoples and civilizations, space and time, that is, they given us our world itself. These are works which combine syn¬thetic surety and expressive power, inwardness and monumentality, quality and truth. They are unfettered out to beyond their external elements through the character of their forms and the role of space, the expressive values of their color and the clarity of their composition. In the series "BANNERS", Voula Massoura has given us artistic wholes which through their transtemporal traits and universal content, their scope and the quality of their expressive language, suggest questions and oblige the viewer to open a dialogue with both himself and the world, with history and with life.
Chrysanthos Christou Professor of the History of Art - Academician